- τριδάκτυλος
- -η, -ο / τριδάκτυλος, -ον ΝΑ, και τριδάχτυλος, -η, -ον, Ναυτός που έχει τρία δάχτυλανεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο τριδάκτυλοςζωολ. γένος μικρόσωμων γρύλλων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τριδακτυλίδες, που περιλαμβάνει 60 περίπου είδη τα οποία ζουν σε υγρές, αμμώδεις περιοχές, όπως οι όχθες ποταμών και λιμνώναρχ.1. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών δακτύλων2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριδάκτυλοντο φυτό άχνος, κν. γνωστό σήμερα ως λυγαριά ή αλυγαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + δάκτυλος (πρβλ. πεντα-δάκτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.